τζάμνο (το)
διαθήκη”Θα κάμω τζάμνο να σ΄ αποκληρώσω” – “έκαμα, δα, το τζάμνο τ΄”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζάμνο /τὸ/ (Ἰ. esamine) = ἐξέτασις, ἀπολογία, διαθήκη: «ἔδωκε τζάμνο», «θ’ ἀφήκω τζάμνο».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης