σέλλα (η)
- η σέλλα, το έφιππιον, το κάθισμα του ιππέα.
- το μεταξύ των δύο σκελών (μπ΄γεναριών) του αντρικού παντελονιού μέρος, το λεγόμενο κάθισμα ή καβάλος. Σε σατ. δημ. τραγ. του τόπου μας διαβάζομε: “Κι απά΄ στις δεκαοχτώ το βράδυ / μου ΄φκιασε το μπουγενάρι. Βγάνει και απ΄ την κασέλα / και μ΄ απόσωσε τη σέλλα. / Μα ήτανε νοικοκυρά …”. (Δημοτικά τραγούδια της Λευκάδας, σελ. 199).