σαγιαδόρος (ο)
ειδικό σύστημα ανοίγματος και κλεισίματος της πόρτας με διαμπερή μοχλό που πιεζόμενος απ΄ έξω απελευθερώνει, ανυψώνοντας τον εσωτερικό σύρτη. Η ίδια διαδικασία από μέσα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σα(γ)ιαδόρος /ὁ/ (Ἰ. saggiatore, saettare;) = τὸ σύστημα τοῦ ἀνοίγματος θύρας δι᾿ ἐσωτερικοῦ μοχλίσκου ἀνυψουμένου ἀφοῦ πιέσωμεν διὰ τοῦ μεγάλου δακτύλου ἕτερον ὅμοιον διαμπερῇ καὶ κάθετον πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ θυροφύλλου, ζουμπερέκι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σαγιαδῶρος (ὁ): σύρτης πόρτας, (BEN. Sagiaòr).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Παλαιό σύστημα κλεισίματος και ανοίγματος πόρτας. Το saggiatore του Λάζαρη, άσχετο. Πιθανότερο το ελληνικό ναυτικό ρήμα σαγιάρω, “προωθώ δοράτιον, προτείνω, προέλκω” (Δημητράκος), περισσότερο σύμφωνο με το μηχανισμό του σαγιαδόρου.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης