πάστα (η)
- ντοματοπολτός
- η ποιότητα, το ποιόν του ανθρώπου: “Αυτός δε μου φαίνεται καλή πάστα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πάστα = πολτός ντομάτας.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πάστα = πολτός ντομάτας.