παρασπόρι (το)
μικρή σπορά.
Όταν κάποιος έδινε τα χωράφια του μισακά ή τριτάρικα και ήθελε παράλληλα να “ημερέψει” κι ένα κομμάτι γης που ήταν ως τότε ακαλλιέργητο, έλεγε στο σέμπρο του: “Πάρε κι αυτό το κομμάτι, ημέρεψέ το και ό,τι κάμεις όλο δικό σου”. Αυτό το κομμάτι γης το ΄λεγαν παρασπόρι.