πάγκα (η)
- μεγάλος πάγκος ή απλό σανίδωμα, όπου οι έμποροι τοποθετούν το εμπόρευμα που πουλούν.
- το ταμείο, η τράπεζα, το αμοιβαίο χρηματικό ποσό που βάνουν οι παίχτες στα χαρτοπαίγνια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πάγκα /ἡ/ (Ἰ. panca) = σανίδωμα ἐκθέσεως ἐμπορευμάτων (Ἰ. banca) = τράπεζα, ταμεῖον, χρηματικὸν ἀπόθεμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης