βαρώ
- χτυπώ κάποιον ή ο ίδιος χτυπώ εξ απροσεξίας: “σκόνταψα και βάρεσα”.
- Μτφ.: παίζω το όργανό μου: “βαρώ τη φλογέρα μου” κι ακόμα “βαράει την καμπάνα” – “Η κοιλιά μου βαράει τ΄ άργανο” = πεινάω πολύ – “Η φιλαρμονική βαράει στην πλατεία” – ” Το πιοτό με βάρεσε στο κεφάλι”, ο τεμπέλης “βαράει ή χαύτει μύγες” – Επίσης: “Τι σου βαρεί να το κάμεις;”, δηλ. τι θα πάθεις να το κάμεις.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαρῶ (βάρος, βαρύς, Ἀλ. bαρρὸj) = πλήσσω, κτυπῶ ἄλλον, ὑφίσταμαι πλῆγμα ὁ ἴδιος ἐξ ἀπροσεξίας ἢ ἀτυχίας. «ἔπεσα κι’ ἐβάρεσα».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης