κληματόβεργα (η)
η βέργα του κλήματος, είτε του αναρριχόμενου είτε του θαμνώδους.
Με το δάκρυ της κληματόβεργας μακραίνουν τα μαλλιά των κοριτσιών. Όσες το ήθελαν έκοβαν, – κατά το έθιμο – τη Μ. Πέμπτη μια κληματόβεργα και μάζευαν το κρυστάλλινο δάκρυ της, ιδίως αυτό που έτρεχε από τους κόμπους της βέργας, αφήνοντας το να πέσει σε γυάλινο αγγειό. Ύστερα το ΄ριχναν μέσα σε πολύ νερό και μ΄ αυτό το μείγμα έλουζαν τα μαλλιά τους, την ίδια ιερή μέρα “και μάκραιναν”.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρσκ. στ. 1100: “Κι εσύ τη δρακοντιά εβύζαξες, / κι εσένα η φλέβα καλοκαίρι / σαν κληματόβεργα σου εφούντωσε / και νύχτα, μέρα-μεσημέρι, / σε κάθε κόμπο ήρτε και στάλαξε / στο κρεμαστό γυαλί, απ΄ την άκρη, / βοτάνι της ψυχής αλάθευτο, / του τραγουδιού ιερό το δάκρυ”.