πολ(υ)πόδαρος 08 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πολ(υ)πόδαρος /ὁ/ (πολὺς-ποῦς) = τὸ χειλόγναθον ἴουλος, σαρανταποδαροῦσα.