αγαλιάζω
ησυχάζω, είμαι ήρεμος, καθησυχάζω. “Αγαλιάστε παιδιά μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγαλιά(ζ)ω: (ἀγαλλιάω -ῶ) = ἡσυχάζω, ἠρεμῶ, σιωπῶ (προστ. «ἀγάλια – ᾶτε).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
παρά τη φαινομενική του ομοιότητα με το αγαλλιάζω (< αρχ.ελλ. ἀγαλλιάω -ῶ), το λευκ. αγαλιάζω προέρχεται από το επίρρ. αγάλι(α) (βλ.λ.) + -ιάζ-ω (όπου -ιάζ- = ρηματικό παραγωγικό δεσμευμένο μόρφημα, πβ. ανταριάζω > αντάρα, σκυλιάζω > σκύλος, ξεμαλλιάζω > ξε- + μαλλιά κ.ά.)
(Π.Γ. Κριμπάς)