καψαλίζω
καίω κάτι επιφανειακά, καίω τις λιανότριχες γουρουνόπουλου, τα υπολείμματα φτερών (πτίλων) κότας, χήνας, λούφας κ.λπ. Επίσης καψαλίζω τα γένια της ψάνης χλωρού σιταριού, καψαλίζω τη ρέγκα, τα γένια και τα μαλλιά του ανθρώπου.
φράση: “Πήγε να σβήσει τη φωτιά και καψάλισε τα ρούχα του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καψαλίζω (καίω, καυσάλη) = περικαίω ὑπολείμματα τριχῶν σφαγίου ἢ πτίλλων πουλερικοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης