αφαλίζω
όταν αποτυχαίνει ποιοτικά και ποσοτικά η απόδοση της καλλιέργειας, τότε λέμε: “εφέτος αφάλισαν οι ελιές, ή τα κηπευτικά κ.λπ.”.
αντιθ.: “έβαλα δέκα φωλιές κολοκυθιές, δεν αφάλισε ούτε μία” = βλάστησαν όλες – “Φύτεψα 20 ελιές και καμιά δεν αφάλησε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀφαλίζω (ἀπὸ-ἅλις) = ἀποτυγχάνω εἰς τὴν ποσότητα ἢ τὴν ποιότητα προϊόντων γεωργικῆς καλλιεργείας.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀφάλισαν = ἀκάρπισαν, ἀπέτυχαν, ἀφάλισαν τά γεννήματα (ἀκάρπησαν τά γεννήματα ἀπό κάποια αἰτία).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής