Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κομποδένω

δένω κάτι σε κόμπο.
Δένω στο αντί του αργαλειού το στημόνι. Δημ. σατυρικό τραγ.: “Ποιος είδε κόρη ανύπαντρη στον αργαλειό να υφαίνει; / Παρασκευή κομπόδενε, Σαββάτο ξεϋφαίνει …”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.