κομποδένω
δένω κάτι σε κόμπο.
Δένω στο αντί του αργαλειού το στημόνι. Δημ. σατυρικό τραγ.: “Ποιος είδε κόρη ανύπαντρη στον αργαλειό να υφαίνει; / Παρασκευή κομπόδενε, Σαββάτο ξεϋφαίνει …”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!