ατούρα (η)
συνήθης αδιαθεσία στην εγκυμοσύνη.
“Έχει ατούρες φαίνεται”, λέγεται και ως αστεϊσμός μεταξύ αρρένων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀτοῦρα /ἡ/ (Ἰ. atturire) = ἐνόχλημα ἐγκυμοσύνης, ἀδιαθεσία συνήθης εἰς τὰς ἐγγύους, δυσφορία. «ἔχει ἀτοῦρες».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης