απόδιαβα (επίρρ.)
μετά το πέρασμα κάποιου χρόνου, κυρίως κάποιας σημαντικής γιορτής.
“Τώρα, απόδιαβα των Χριστουγέννων, θα έρθω” -“Απόδιαβα το κανονίζουμε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπόδιαβα: /ἐπίρ./ (ἀπὸ-διὰ-βαίνω) = μετὰ τὴν πάροδον, ἔπειτα ἀπό. («ἀπόδιαβα τ’ Φωτῶνε = μετὰ τὰ Θεοφάνεια).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης