ανήλιαγος (ο)
ο τόπος, ο χώρος που δεν τον βλέπει ήλιος, άρα ο σκοτεινός, ο ψυχρός, ο ανθυγιεινός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνήλιαγος -η -ο: (ἀ-ἥλιος) = ἀνήλιος, σκοτεινός, ψυχρός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ελένη Μαρίνου -
Βοήθημα για την κατανόηση αγνώστων λέξεων
Νίκος Καββαδάς -
Σας ευχαριστούμε!