αναχαράζω
- μηρυκάζω, ξαναμασάω την τροφή μου. Λέγεται για τα μηρυκαστικά ζώα: Άγγ. Σικ. 875: “… και πίσω αϊτίσια να χιμήσει, / κι απ΄το κοπάδι αναχαράζοντας που τρώει το μετρητό χορτάρι, / ν΄ αδράξει τα βαθιά τετράψηλα / δυναμομέτωπο το κριάρι, …”
- όταν οι κότες κακαρίζουν πριν κάμουν αυγό, βλ. ξεχαράζω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναχαράζω: (ἀνὰ-χαράσσω) = ἀναμασῶ, μηρυκάζω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀναχαράζω § Μέσ. κυρίως ἐπὶ τῶν ὀρνίθων, ὅταν πρώτην φορὰν ἐρεθίζωνται πρὸς ὠοτοκίαν.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἀναχαράσσω. Τὴν λέξιν ὑπ᾿ ἄλλην σημασίαν ἀναφέρει ὁ Βυζ. καὶ ὁ Αἰνιὰν (Ἀθην. σ. 14). Ἡ δὲ σημασία αὕτη, ἣν οἱ Λευκάδιοι διετήρησαν, εἶνε ἀρχαιοτάτη (ἰδὲ Πλούταρχ. πολλαχοῦ).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου