αναλικώνω
ισχυροποιούμαι, το παίρνω επάνω μου, είμαι σε ανάρρωση.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναλ(ι)κώνω: (ἐνήλικος – κιόω -ῶ) = ἰσχυροποιοῦμαι, ἀναρωννύω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ισχυροποιούμαι, το παίρνω επάνω μου, είμαι σε ανάρρωση.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναλ(ι)κώνω: (ἐνήλικος – κιόω -ῶ) = ἰσχυροποιοῦμαι, ἀναρωννύω.