μονοτσέμπερος -η, -ο
ο μόνος (μόνος κι απόμονος), χωρίς χέρι βοήθειας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μονοτσέμπερος -η -ο (μόνος, Ἰ. ceppo, cepaja) = ἀπόμονος, χωρὶς δεύτερον στήριγμα, μονόριζος, ἀνάπηρος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης