α, μπα (επίρρ.)
ρωτάμε με επιφυλακτικότητα – και συμπληρώνουμε με το όχι: “Θα πας στη συναυλία; – Αμπά …” – “Ήσουνα κι εσύ εκεί που έγιναν τα επεισόδια; Α-μπα, όχι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
Το ελλ. μπα θα μπορούσε να προέρχεται από το ιταλ. ba(h), επιφώνημα που σημαίνει «δεν καταλαβαίνω, τι είναι αυτά που λες» κ.τ.ό.
Διαφορετικά, ίσως είναι παράλληλος ηχομίμητος σχηματισμός, ανεξάρτητος στις δύο γλώσσες
(Π.Γ. Κριμπάς)