αμόρε (το)
αγάπη, έρωτας: “Είναι το αμόρε μου …” – “Σε ζητάει το αμόρε σου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμόρε: /τὸ/ (Ἰ. amore) = ἔρως, ἀγάπη, φιλία.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αγάπη, έρωτας: “Είναι το αμόρε μου …” – “Σε ζητάει το αμόρε σου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμόρε: /τὸ/ (Ἰ. amore) = ἔρως, ἀγάπη, φιλία.