αδράχτι (το)
ξυλινόβεργα, πιο λεπτή στις δύο άκρες και εξογκωμένη ελαφρά στο κέντρο, στην οποία τυλίγουν το νήμα της ρόκας, που είναι προϊόν γνεσίματος. Έχει μήκος 30-40 εκ. και απαραίτητο συμπλήρωμα του είναι το σφοντύλι.
Σε παλιό χειρόγραφο του 1724 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε “τέσσερα αδράχτια” και του 1822 “δύο σφοντύλι” σε περιγελαστικό δημοτικό τραγούδι:
Πέντε μήνες, πέντε αδράχτια
πότε τα ΄γνεσα η κοράφτρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀδράχτι: /τὸ/ = ἄτρακτος, ξύλινον στέλεχος περιτυλίξεως νήματος.
Ἀδράχτι § ἐργαλεῖον τοῦ ἐλαιοτριβείου.
Σημ. ἐκ τοῦ ἄτρακτος κατὰ τὰ Δωρ. Άδραμύττειον ἀντὶ Ἀτραμμύττειον κτλ. (Σύλλ. 4). Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν σημασίαν ταύτην.