Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πετρώνω

Πετρώνω (πέτρα) = ἀπολιθοῦμαι, σκληρύνομαι, μένω κατάπληκτος, (ἐπὶ-θρώσκω) = ἐμφανίζομαι ἀπροσδοκήτως, ἀνορθοῦμαι, φθάνω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.