αγριοσυκιά (η)
“Την αγριοσυκιάν λέγουσι και αγιαγγουριάν, την ρίζαν της να την μαγειρεύσει με ξίδι και να την βάνει έμπλαστρον εις την ποδάγραν. Σκορπά τους πόνους”: από χργρ. γιατροσόφι (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 129).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
Όχι από το άγρια συκιά, αλλά από το αρχ.ελλ. άγριος σίκυς/σίκυος/σικυός (= άγριο αγγούρι), άρα η λ. θα πρέπει να ορθογραφείται αγριοσικυά.
Το αγιαγγουριά από το άγρια + αγγουριά (με αποβολή του /r/).
(Π.Γ. Κριμπάς)