αγριοβάρσαμος (ο)
άγριος δυόσμος – μυριστικό ευώδες και ιαματικό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
Από το άγριος + βάρσαμος (< βάλσαμος), με τη γνωστή σε όλα τα Επτάνησα τροπή /l/ > /r/ πριν από σύμφωνο (στη Λευκάδα το φαινόμενο είναι πια υπολειμματικό).
(Π.Γ. Κριμπάς)