ξυνό (το)
το κρυσταλλικό κιτρικό οξύ, που μπαίνει στη θέση του λεμονιού, εν ελλείψει τούτου. (ξνό)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξ(υ)νὸ /τὀ/ (ὄξινον) = τὸ κρυσταλλικὸν κιτρικὸν ὀξὺ ποὺ ἀντικαθιστᾷ ἐν ἐλλείψει, τὸ λεμόνιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης