ξεχαράζω
λέγεται όταν η κότα αρχίζει να γεννάει αυγά. Λέμε: “εξεχάραξε η π΄λακίδα μας”.
μτφ. = λαβαίνω μέρος αιφνιδίως στη συζήτηση. (αναχαράζω).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεχαράζω (ἐκ-χαράσσω) = ἀρχίζω τὴν ὠοτοκίαν (ἐπὶ πουλερικῶν).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεχάραξε, η κότα κι άρχισε να γεννάει αβγά. Η αναχάραξη (ρήμα αναχαράζω). Η λέξη είναι σύνθετη, από το μόριο -ξε- (αρχαία πρόθεση εκ) και το χαράζω (αρχαίο χαράσσω), που ως τρίτο πρόσωπο σημαίνει υποφώσκει, δηλ. αρχίζει να φέγγει. Έτσι η κότα (μεταφορικά) αρχίζει να γεννάει. Προηγείται η προαναγγελία, το καρκολόγημα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ξεχάραξε = πρωτογέννησε ἡ κότα, ξεχάραξε ἡ πουλάδα (πρωτογέννησε ἡ πουλάδα).