ξεσγαλίζω
- ξεφλουδίζω, μισοκόβω βλαστάρια δέντρων ή θάμνων.
- τραυματίζω επιδερμικά σημείο του σώματος μου. “Εξεσγάλ΄σα το χέρι μου με κάτι ξύλα”.
στο ξεσγαλισμα βάνουν αμέσως σάλιο ή κάτουρο για απολύμανση και σε βαρύτερες περιπτώσεις χωνεμένη κοπριά βοδιού. Που να ΄ξεραν οι πρακτικοί και αγράμματοι θεραπευτές ότι μ΄ αυτό τον τρόπο σχηματίζονταν αντισώματα, ένα είδος αντιτετανικού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεσγαλίζω (ἐκ-Ἰ. scagliare) = ξεσχίζω, ἀπομασχαλίζω, ξεφλουδίζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης