σαρώνω 19 Νοέ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σαρώνω: (ρ. σαρόω-ώσω) = σκουπίζω, εξ ου και σάρωθρον = η σκούπα. βλ. σαρώστρα