ξανακυλάω
αρρωσταίνω πάλι, γιατί δε φυλάχτηκα την πρώτη φορά.
φράση: “εξανακύλησε ο νοικοκύρης. Δε φυλάχτηκε …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Το λέμε σε περίπτωση που η αρρώστια υποτροπιάζει. Λέμε, για παράδειγμα, πως το παιδί, ενώ πήγαινε καλά, ξανακύλησε!
Το ρήμα είναι ξανακυλώ και το ουσιαστικό ξανακύλισμα. Το πρώτο συνθετικό είναι το επίρρ. ξανά, Το δεύτερο το ρήμα κυλώ (κυλίω).
Στο χωριό (κι όχι μόνο) χρησιμοποιείται ευρύτατα. Ο Λάζαρης περιέργως το παραλείπει. Το λέμε και “ματακύλησε”. ( Η πρόθεση μετά με προκλητική αφομοίωση του ε από το επόμενο α).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης