ντόμπρα (επίρρ.)
με ειλικρίνεια, με ευθύτητα: ντόμπρα πράγματα
φράση: ντόμπρα γκλάβα = σωστά πράγματα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντόμπρα /ἐπίρ./ (Σ. dόbρο) = μετὰ παρρησίας, εἰλικρινῶς, ἀδόλως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης