κουκούγερος (ο)
γέροντας μόνος κι έρημος, χωρίς συγγενείς και δικούς του ανθρώπους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κουκούγερο /τὸ/ («κοῦκος»-γέρων) = γέρων ἔρημος οἰκείων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
γέροντας μόνος κι έρημος, χωρίς συγγενείς και δικούς του ανθρώπους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κουκούγερο /τὸ/ («κοῦκος»-γέρων) = γέρων ἔρημος οἰκείων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης