ντόζα (η)
η δόση φαρμάκου ή φαρμακευτικού σκευάσματος. “Να το πίνεις κατά δόσεις …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντόζα /ἡ/ (Ἰ. dose) = δόσις φαρμάκου ἢ ἄλλου πράγματος λαμβανομένου τμηματικῶς (κατὰ δόσεις).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης