Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ντόζα (η)

η δόση φαρμάκου ή φαρμακευτικού σκευάσματος. “Να το πίνεις κατά δόσεις …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ντόζα /ἡ/ (Ἰ. dose) = δόσις φαρμάκου ἢ ἄλλου πράγματος λαμβανομένου τμηματικῶς (κατὰ δόσεις).

 

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.