ρεκούμπουρο
Ρεκούμπουρο = πρόχειρο καί προσωρινό στέγαστρο γιά νά ξενυχτοῦν σ᾿ αὐτό λίγα ζῶα, ἀλλά καμιά φορά καί ἄνθρωποι.
βλ. και ρεκούμπερο (το)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ρεκούμπουρο = πρόχειρο καί προσωρινό στέγαστρο γιά νά ξενυχτοῦν σ᾿ αὐτό λίγα ζῶα, ἀλλά καμιά φορά καί ἄνθρωποι.
βλ. και ρεκούμπερο (το)