μυτιάζω
δοκιμάζω, τρώγω κάτι. φράση: “δεν το μύτισα καθόλου” = δεν το ‘βαλα καν στο στόμα μου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μυτιάζω = δοκιμάζω, δέν μύτιασα τό φαγητό μου (δέν δοκίμασα τό φαγητό μου).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
βλ. και μητιάζω