μουσκλώνω
ξινίζω τα μούτρα μου, αποδοκιμάζω, μου κακοφαίνεται, δυσαρεστούμαι.
φράση: “Είναι μουσκλωμένος” = κατέβασε τα μούτρα του.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μουσκλώνω (Ἰ. mescolare, muscolo) = ταράσσομαι, συγχίζομαι, ἐμφανίζομαι κατηφὴς ἐκ δυσαρεσκείας.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μούσκλι, μούσκλο – κατά τα λεξικά – από το ιταλικό muschio, είναι το λεγόμενο στη βοτανική, βρύο, “χνοώδες χόρτον, σηλ. μούσκλο.
Μούσκουλο (λαϊκά) είναι ο μύωνας, το “ποντίκι”, το ιταλικό muscolo. Σωστά ο Κοντομίχης αποδίδει το μούσκουλο ως “ο υπογώνιος μυς ευτραφών προσώπων” (“αντμπούκλι” το λέμε στο χωριό) και το μουσκλώνει” ως “κατεβάζει τα μούρα του”. (Μουσκλιάρω, χαρακτηρισμός μειωτικός γυναίκας μουτρωμένης).
Κατά τον Δημητράκο, μούσκλο, ο καρπός της μεσπιλέας, μεσπολιάς, μουσμουλιά και για τους Κεφαλλονίτες νεσπολιάς. (Το επίθετο του Εθνάρχη Κύπριου Μακάριου ήταν Μούσκος).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μουσκλώνω = μουτρώνω, γιατί εἶσαι μουσκλωμένος; (γιατί εἶσαι μουτρωμένος;)