μούργος (ο)
- ο κακούργος, ο χυδαίος, “σαν μούργος είναι”.
- μούργους λένε και τα άγρια συνήθως τσοπανόσκυλα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοῦργος /ὁ/ (μάργος) = μωρός, ἀνόητος, θρασύς, ἀκόλαστος, ὀκνηρός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης