καπάρα
λέγεται για τους κακούς και τους συμφεροντολόγους, που στο τέλος αποτυγχάνουν και τους μένει ο κακός ο λόγος, η κακή πράξη: “Τι κατάλαβε, το ΄μ΄νε η κακή καπάρα” – “Η κακή σ΄ η καπάρα θα σ΄ μείν΄ στο τέλος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καπάρα (βλ. λ. καπάρος) = τὸ κέρδος τῆς κακίας ἢ τῆς ἀπάτης. «τὤμν’ ἡ κακὴ καπάρα».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης