Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μοτάρι (το) ή μοτός -όν

το πολύ ψιλό λινάρι, αλλιώς ξανθόν ή ξαντόν. Το έβανα στις πληγές που καθάριζαν οι παλιοί λαϊκογιατροί.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός: “Μικρότερο μορτάρι / βάλε σ΄εκείνη τη σπηλιά … Σπρώξε το πάρα μέσα, / Θοδούλα, με το μήλι μου …”
Σε δημ. τραγ. (παραλογή) με τίτλο: “Η κατάρα”: -“γεια σας, χαρά σας, κυρ-γιατροί μ΄ όλους τους μαθητάδες, / αν κόβουν τα ξουράφια σας, μη σας πονεί η ψυχή σας, / κι έχω πανί Αλεξαντρινό εξήντα πέντε πήχαις / τση δέκα βάλτε για ξανθό και τσ΄ άλλους για μοτάρια / κι α δε δικήσουνε κι αυτοί, δίνω και το σαγιά μου” (Ιωάννης Σταματέλος, λόγιος, Σύλλαβος, Λευκαδίτικης Διαλέκτου, 408).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

 Μοτάρι § τὸ νηματῶδες ἐκεῖνο, ὅπερ εἰσάγομεν εἰς τὰς πληγάς, ἵνα ἀπορροφήσῃ τὸ ἔμπυον, τὸ ἄλλως Ξανθός.Σημ. Ἐκ τοῦ μίτος, ἰδιορρύθμῳ τροπῇ τοῦ ι εἰς ο, εἰμὴ κατὰ τὸ δόναξ ἐκ τοῦ δίναξ (Μ. ἐτυμολ. Ἐν λ. δόναξ).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.