μισοκοπίζω
στις γεωργικές δουλειές = μισοτελειώνω τη δουλειά. “Το μισοκόπισα το χωράφι στο σκάψιμο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μ(ι)σοκοπίζω (ἥμισυ-κόπτω) = φθάνω εἰς τὸ ἥμισυ ἔργου ἢ ποιότητος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη