μ(ι)σοβέτσικος -η -ο
ο ατελής, ο ασαφής. φράση: “αυτά που μας λες είναι μ΄σοβέτσικα πράγματα”. (μισοβέτσικος)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Έτσι όπως βλέπει κανείς και ακούει την προφορά της χωρίς τα (εννοούμενα) φωνήεντα, νομίζει πως είναι σλάβικη λέξη.
Στα λεξικά καταχωρίζεται ως μεσοβέζικος (-η -ο) και πιθανολογείται ότι προέρχεται από το βενετσιάνικο mexo-vento (ενδιάμεσος άνεμος) και μεταφορικά χαρακτηρίζεται έτσι ο ασαφής, ακαταλαβίστικος.
Στο χωριό πάντως απαντά συχνά ο ουδέτερος τύπος (το) μισοβέτσικο, μσοβέτσκο (παιδί), ταυτίζεται με το βραδύγλωσσο άτομο, που δε καταλαβαίνει κανείς τι λέει. “Αυτό -λέει- είναι μσοβέτσκο (παιδί), άστο … “. Γενικά είναι μειωτικός, περιφρονητικός χαρακτηρισμός.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης