πατώνω
Πατώνω § κατασκευάζω τὸ πάτωμα (τὸ ξύλινον δάπεδον) τῆς οἰκίας. Ἐκ τούτου λέγομεν καὶ πατωμένο σπῆτι, τὸ ἔχον ξύλινον δάπεδον.
Σημ. Ἐκ τοῦ πάτος, πατέω, πατόω, πατόνω (Σύλλ. 5. 11).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πατώνω § κατασκευάζω τὸ πάτωμα (τὸ ξύλινον δάπεδον) τῆς οἰκίας. Ἐκ τούτου λέγομεν καὶ πατωμένο σπῆτι, τὸ ἔχον ξύλινον δάπεδον.
Σημ. Ἐκ τοῦ πάτος, πατέω, πατόω, πατόνω (Σύλλ. 5. 11).