στέκα (η)
άλλη ονομασία του καμπζέτου με καλάμια, είδος στηθόδεσμου για παντρεμένες για να κρατιέται καλά και να είναι μπροστά ο μπούστος της γυναίκας. Αποτελεί απαραίτητο εξάρτημα της παραδοσιακής λευκαδίτικης φορεσιάς, τα “Ρωμαίικα“. Σε αρκετές περιπτώσεις – ιδίως στην πόλη – η στέκα ήταν ένα ντυμένο με λεπτό άσπρο ύφασμα χαρτί που το ΄βαναν με οξεία γωνία κάτω από τη σπαλέτα ( Η λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά, σελ. 67).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στέκα /ἡ/ (Ἰ. stecca) = γυναικεῖος στηθόδεσμος ἐγγάμων ἐξ ἐπενδεδυμένου χαρτονίου (ἀπαραίτητον ἐξάρτημα τῆς ἐπισήμου ἐνδυμασίας «Ρωμαίϊκα»).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης