πιστικός
Ο έμπιστος βοσκός. “Και πήρα πάλι απ΄ τις ελιές / των πιστικών το δρόμο (Σικελιανός). Προφέρεται και μπιστικός.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Πιστικός = ὁ βοσκός, λέγεται ἔτσι καί τό πουλί ὁ τσοπανάκος, ἐπειδή τό κελάηδημά του μοιάζει μέ σφύριγμα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής