Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κλάπα (η)

ξύλο ή σιδερένια πλάκα που συνδέουν δύο σανίδες μεταξύ τους.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κλάπα /ἡ/ (Ἀλ. κλάπε-α, Σ. κλάπα) = σιδηροῦς περίδεσμος, μετάλλινος συνδετήρ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


κλάπα (ἡ): ξύλο ἤ σιδερένιο  συνδετικό ἐξάρτημα, πού συνδέει δύο σα­νί­δες μεταξύ τους. Ἡ λέξη ἐμφανίζεται στόν Σουΐδα μέ ἀνά­λογη ἔννοια).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου


Αυτή η λέξη συνειρμικά μας μεταφέρει στα “πέτρινα” χρόνια της Κατοχής κι ακόμα πιο πίσω, τότε που παραγγέλναμε στον τσαγκάρη ένα ζευγάρι παπούτσια, κυρίως άρβυλα, ενισχυμένα με κλάπες, μπρος πίσω στις σόλες και μια ή δυο σειρές πρόγκες με κεφαλή “για αντοχή και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής”.
Η λέξη που μας ενδιαφέρει εδώ, κλάπα, είναι όπως λένε οι γλωσσολόγοι “αβεβαίου ετύμου”. Δύσκολο να βρεθεί η ρίζα της, η προέλευσή της.
Ο Ανδριώτης κ.ά. πιθανολογούν να προέρχεται από το λατινικό clava, που είναι ξένο, όμως προς τη σημασία τουλάχιστον τη δική μας. Άλλοι όπως ο Λάζαρης το πάνε στο αλβανικό ή σέρβικο λεξιλόγιο και αποδίδουν τη λέξη ως “μετάλλινος συνδετήρ”. Κάτι παρόμοιο λέγει, ως προς την έννοια και ο Κοντομίχης.
Στην Καρυά πάντως οι παλιοί ξέρανε πως κλάπες είναι (ήταν) τα μεταλλικά ελάσματα, ημικυκλικού σχήματος για την ενίσχυση της σόλας (ενετολατινική αυτή η λέξη) των παπουτσιών για μεγαλύτερη αντοχή.
Ο γραφικός σιδεράς μπάρμπα-Γιώργης Ματαγιάς, έκοβε και τρύπαγε κατά παραγγελία των ενδιαφερομένων τσαγκάρηδων (και ιδιωτών) κλάπες, με ένα μεγάλο μαχαίρι – κόφτη στο μπάγκο του μαγαζιού του.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Ένα Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.