σκαρίκια
Συχαρίκια, φιλοδώρημα για ευχάριστη είδηση. Λέμε: “τα σκαρίκιαμ΄” (με τροπή του ουρανικού -χ- στο αντίστοιχο κ. Από το συγχαίρω φυσικά. Μεσαιωνικά συχαρίκιον – κια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκαρίκι = συγχαρίκι, τάξιμο γιά νά ποῦνε κάποιο εὐχάριστο νέο, π.χ. Τά σκαρίκια μου τάξε μου γιά νά στό πῶ. Κι ἀφοῦ τοῦ τάξει τοῦ φανερώνει τό εὐχάριστο νέο.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής