τσούζει
Μια λέξη, όχι αποκλειστικά “δική” μας, με πολλές σημασίες απ΄ τις οποίες θα σημειώσουμε δύο. τις πιο εύχρηστες σε μας.
Τσούζει το σπίρτο (οινόπνευμα) στην πληγή και το “τσούζει” κάποιος το κρασί. (Αλλά και το τσουχτερό κρύο κ.π. άλλα).
Ετυμολογικά προέρχεται από το αρχαίο σίζω (σφυρίζω) -τζίζω- τσούζω (μεσαιωνικό ρήμα).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
να τσούξ(ου)νε: να ανάψουν φωτιά, να πυρπολήσουν
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε