αξάγγλιγα (μαλλιά)
Συνηθέστατη λέξη (και φράση) στο χωριό, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μαλλιά (γυναικεία κυρίως), αχτένιστα, δυσκολοχτένιστα, αλλά και μπερδεμένα πράγματα.
Το ρήμα είναι ξαγγλίζω, που κατά τον Δημητράκο: “κτενίζω δι΄ αραιού κτενός”.
Οι παλιότεροι θυμούνται τα παλιά χτένια, των οποίων η μία πλευρά είχαν αραιά “δόντια”, ενώ η άλλη ψιλά. Ε, λοιπόν, με την αραιή πλευρά γινότανε το ξάγγλισμα των μαλλιών, ενώ με την ψιλή το ίσιωμα, αλλά και το ξεψείρισμα.
Στη λέξη προστέθηκε και το στερητικό -α- κι έγινε αξάγγλιγα. Υπάρχουν κι άλλες γραφές όπως “αξάγκλιαστα” (Σταματέλος), “αξάγλιος” (Γαζής). Θεωρώ επικρατέστερη το “ξαγγλίζω – αξάγγλιγα”.