αρτυμή (η)
- διάφορα καρυκεύματα για το νοστίμισμα του φαγητού.
- φαγητό απαγορευμένο στη Σαρακοστή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρτυμὴ § ἄρτυμα, καρύκευμα. Μ. φαγητὸν ἀπηγορευμένον κατὰ τὴν τεσσαρακοστήν. Π. ἔφαγα ἀρτυμὴ = φαγητὸν δι᾿ οὗ ἐμόλυνα τὴν τεσσαρακοστήν.
Σημ. ἐκ τοῦ ἀρτύω.
βλ. καί ἀμολυφή
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου