Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αρτυμή (η)

  1. διάφορα καρυκεύματα για το νοστίμισμα του φαγητού.
  2. φαγητό απαγορευμένο στη Σαρακοστή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ἀρτυμὴ § ἄρτυμα, καρύκευμα. Μ. φαγητὸν ἀπηγορευμένον κατὰ τὴν τεσσαρακοστήν. Π. ἔφαγα ἀρτυμὴ = φαγητὸν δι᾿ οὗ ἐμόλυνα τὴν τεσσαρακοστήν.

Σημ. ἐκ τοῦ ἀρτύω.

βλ. καί ἀμολυφή

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.